Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἱ ἐν τέλει

См. также в других словарях:

  • Τέλει — Τέλεϊ , Τέλευς masc dat sg (epic) Τέλευς masc dat sg Τέλης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Τέλεϊ , Τέλης masc dat sg (epic ionic) Τέλης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλει — τέλος coming to pass neut nom/voc/acc dual (attic epic) τέλεϊ , τέλος coming to pass neut dat sg (epic ionic) τέλος coming to pass neut dat sg τελέω fulfil pres imperat act 2nd sg (attic epic) τελέω fulfil imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεῖ — τέλλω accomplish fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) τέλλω accomplish fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) τελέω fulfil fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) τελέω fulfil fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) τελέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεῖ' — τελεῖαι , τέλλω accomplish fut ind mid 2nd sg (epic) τελεῖο , τελέω fulfil pres opt mp 2nd sg (epic ionic) τελεῖαι , τελέω fulfil fut ind mid 2nd sg (epic) τελεῖαι , τελέω fulfil pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλει' — τέλεια , τέλειος perfect neut nom/voc/acc pl τέλειε , τέλειος perfect masc voc sg τέλειαι , τέλειος perfect fem nom/voc pl τέλειε , τελέω fulfil pres imperat act 2nd sg τέλειε , τελέω fulfil imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • HECATE — Iovis et Latonae filia, soror Apollinis; quae et Dianae dicitur. Huic triplex nomen attribuitur. Nam in caelo creditur esse Luna, in terra Diana, et apud inferos Proserpina. Hecate vero Servio dicta, quod centum victimis placetur, ant quod 100.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… …   Dictionary of Greek

  • ιερουργός — ὁ (ΑΜ ἱερουργός, Α και δωρ. τ. ἱερωργός και επικ. τ. ἱεροεργός) (νεοελλ. μσν.) ο ιερέας που τελεί τη θεία λειτουργία ή άλλη θρησκευτική τελετή αρχ. 1. ο ιερέας που τελεί τις θυσίες 2. φρ. «ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾱς» τα μέλη θρησκευτικού σωματείου το… …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

  • τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»